ocupante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ocupante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "ocupante" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ocupante" είναι [okuˈpante] σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ocupante" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που κατέχει ή καταλαμβάνει μια θέση, χώρο ή δικαίωμα. Στο νομικό πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που διαμένει σε ένα ακίνητο ή σε ένα δημόσιο χώρο, συνήθως χωρίς το απαιτούμενο νομικό ή συμφωνηθέν δικαίωμα. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά έχει μεγαλύτερη απήχηση σε νομικά κείμενα και αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El ocupante de la vivienda no tiene contrato.
    (Ο ένοικος του σπιτιού δεν έχει συμβόλαιο.)

  2. Los ocupantes del edificio deben seguir las normas de convivencia.
    (Οι κάτοικοι του κτηρίου πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες συμβίωσης.)

  3. Un ocupante ilegal fue desalojado por la policía.
    (Ένας παράνομος καταληψίας εκκενώθηκε από την αστυνομία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ocupante" μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Ocupante de la situación.
    (Καταληψίας της κατάστασης.)
    Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε αυτόν που εκμεταλλεύεται μια κατάσταση προς όφελός του.

  2. No ser solo un ocupante.
    (Να μην είναι μόνο ένας ένοικος.)
    Χρησιμοποιείται για να προτείνει ότι κάποιος πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο αντί να είναι παθητικός.

  3. Ocupante temporal.
    (Προσωρινός ένοικος.)
    Αναφέρεται σε κάποιον που καταλαμβάνει έναν χώρο προσωρινά, χωρίς μακροχρόνια δέσμευση.

  4. Ser ocupante y no propietario.
    (Να είσαι καταληψίας και όχι ιδιοκτήτης.)
    Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στη διαφορά μεταξύ της κατοχής και της ιδιοκτησίας.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "ocupante" προέρχεται από το ρήμα "ocupar", που σημαίνει "να καταλαμβάνω". Στην ισπανική γλώσσα, η ρίζα του ρήματος είναι λατινικής προέλευσης από το "occupare", που σημαίνει επίσης "καταλαμβάνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - inquilino (ένοικος) - residente (κάτοικος) - inquilino (καταληψίας)

Αντώνυμα: - propietario (ιδιοκτήτης) - desocupado (ελεύθερος/ μη κατειλημμένος)



23-07-2024