ocupar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ocupar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο Occupy είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /okuˈpaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το ρήμα ocupar χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα με διάφορες σημασίες, όπως: - Να καταλαμβάνεις ένα χώρο ή μια θέση. - Να ασχολείσαι με κάτι ή να συμμετέχεις σε μια δραστηριότητα. - Να καταναλώνεις χρόνο ή πόρους.

Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αλλά η συχνότητα μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το περιβάλλον.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. "Voy a ocupar la sala de juntas para la reunión."
  2. "Θα καταλάβω την αίθουσα συνεδρίων για τη συνάντηση."

  3. "Ella decide ocupar su tiempo libre en actividades creativas."

  4. "Αυτή αποφασίζει να ασχοληθεί με τον ελεύθερο χρόνο της σε δημιουργικές δραστηριότητες."

  5. "El ejército ocupó el territorio enemigo."

  6. "Ο στρατός κατέλαβε την εχθρική περιοχή."

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "ocupar"

  1. "Ocupar un lugar en la lista."
  2. "Καταλαμβάνω μια θέση στη λίστα."

  3. "No hay tiempo para ocuparme de cosas triviales."

  4. "Δεν υπάρχει χρόνος να ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα."

  5. "Ocuparse de los asuntos importantes es esencial."

  6. "Η ενασχόληση με τα σημαντικά θέματα είναι απαραίτητη."

  7. "Ella ocupa un puesto importante en la empresa."

  8. "Αυτή κατέχει μια σημαντική θέση στην επιχείρηση."

  9. "Es difícil ocupar el primer lugar en la competencia."

  10. "Είναι δύσκολο να καταλάβεις την πρώτη θέση στον διαγωνισμό."

  11. "Ocupar mi mente con pensamientos positivos."

  12. "Να γεμίζω το μυαλό μου με θετικές σκέψεις."

Ετυμολογία

Η λέξη ocupar προέρχεται από το Λατινικό occupāre, που σημαίνει "να καταλάβω" ή "να πιάσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - llenar (γεμίζω) - adueñarse (καταλαμβάνω)

Αντώνυμα: - abandonar (παρατάω) - desocupar (απελευθερώνω)



22-07-2024