Το "ocuparse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): [okuˈpaɾ.se]
Η λέξη "ocuparse" σημαίνει "να ασχολείσαι με κάτι" ή "να φροντίζεις για κάτι". Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει πως κάποιος αναλαμβάνει μια ευθύνη ή ότι βρίσκεται σε διαδικασία να επιλύσει μια κατάσταση.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και παρατηρείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και είναι επίσης κοινή και σε γραπτά κείμενα.
Yo me ocupo de los niños mientras tú trabajas.
(Εγώ φροντίζω τα παιδιά ενώ εσύ εργάζεσαι.)
Es importante ocuparse de los detalles en un proyecto.
(Είναι σημαντικό να ασχολείσαι με τις λεπτομέρειες σε ένα έργο.)
Στην ισπανική γλώσσα, "ocuparse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Ocuparse de lo que te concierne.
(Να ασχολείσαι με αυτά που σε αφορούν.)
No te ocupes de lo que no te importa.
(Μην ασχολείσαι με αυτά που δεν σε ενδιαφέρουν.)
Ocúpate de tus propios asuntos.
(Φρόντισε για τα δικά σου θέματα.)
Es bueno ocuparse en la vida.
(Είναι καλό να ασχολείσαι στη ζωή.)
Siempre debes ocuparte primero de ti mismo.
(Πάντα πρέπει να φροντίζεις πρώτα τον εαυτό σου.)
Η λέξη "ocuparse" προέρχεται από το λατινικό "occupare", που σημαίνει "να καταλάβεις" ή "να καταλάβεις κάτι".
Συνώνυμα: - encargarse - atender - gestionar
Αντώνυμα: - desentenderse (να παραμελείς) - ignorar (να αγνοείς)