Η λέξη "ocurrente" είναι επίθετο (adjetivo) στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "ocurrente" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /o.kuˈɾen.te/
Η λέξη "ocurrente" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - ευφάνταστος - ευφράδης - παρορμητικός
Η λέξη "ocurrente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πνευματώδης, που έχει καλές ιδέες ή που εκφράζει σκέψεις με ευφράδεια. Συνήθως χρησιμοποιείται σε γλώσσα προφορική και γραπτή, αλλά μπορεί να συναντηθεί συχνότερα σε πιο καθημερινά ή κοσμικά περιβάλλοντα.
"Es muy ocurrente y siempre tiene una respuesta divertida."
(Είναι πολύ ευφάνταστος και πάντα έχει μια διασκεδαστική απάντηση.)
"Me gusta hablar con personas ocurrentes; siempre me hacen reír."
(Μου αρέσει να μιλάω με ευφάνταστους ανθρώπους; πάντα με κάνουν να γελώ.)
Η λέξη "ocurrente" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που αναφέρονται στη δημιουργικότητα και την πνευματική ευλυγισία:
"Es un ocurrente, siempre logra encontrar la salida a los problemas."
(Είναι ευφάνταστος, πάντα καταφέρνει να βρίσκει λύσεις στα προβλήματα.)
"No hay encuentro aburrido con él, es muy ocurrente."
(Δεν υπάρχει βαρετή συνάντηση μαζί του, είναι πολύ ευφάνταστος.)
"Sus ideas son ocurrentes y siempre aportan algo nuevo."
(Οι ιδέες του είναι ευφάνταστες και πάντα προσφέρουν κάτι νέο.)
Η λέξη "ocurrente" προέρχεται από το ρήμα "ocurrir", που σημαίνει "συμβαίνω" ή "έρχομαι στο μυαλό", με το επίθημα "-ente" που υποδηλώνει μια συνεχιζόμενη κατάσταση ή δράση.
Συνώνυμα: - ingenioso (ευφυής) - brillante (λαμπρός) - perspicaz (διαπλανητικός)
Αντώνυμα: - torpe (αδέξιος) - apático (αδιάφορος) - indiferente (αδιάφορος)