ocurrir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ocurrir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ocurrir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

φωναστική μεταγραφή: [okuˈrir]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "ocurrir" σημαίνει "να συμβαίνει" ή "να έρχεται στο μυαλό". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι έχει συμβεί ή ότι μια σκέψη έχει προκύψει. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, δεδομένου ότι εκφράζει ένα κοινό φαινόμενο ή γεγονός.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. No sé qué va a ocurrir mañana.
  2. Δεν ξέρω τι θα συμβεί αύριο.

  3. Pueden ocurrir muchas cosas inesperadas.

  4. Μπορεί να συμβούν πολλά απρόβλεπτα πράγματα.

  5. Siempre ocurre lo mismo en estas situaciones.

  6. Πάντα συμβαίνει το ίδιο σε αυτές τις καταστάσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "ocurrir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.

  1. Se me ocurrió una idea.
  2. Μου ήρθε μια ιδέα.

  3. No ocurre todos los días.

  4. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα.

  5. Ocurrir en el momento adecuado.

  6. Συμβαίνει στην κατάλληλη στιγμή.

  7. Lo que ocurrió en ese evento fue sorprendente.

  8. Αυτό που συνέβη σε αυτή την εκδήλωση ήταν εκπληκτικό.

  9. Si ocurre un problema, avísame.

  10. Αν συμβεί κάποιο πρόβλημα, ενημέρωσέ με.

  11. Te lo aseguro, no volverá a ocurrir.

  12. Σου εγγυώμαι, δεν θα ξανασυμβεί.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "ocurrir" προέρχεται από το λατινικό "occurrere", που σημαίνει "να τρέξει προς" ή "να παρουσιαστεί".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - suceder (συμβαίνω) - acontecer (συμβαίνω) - pasar (περνάω, συμβαίνω)

Αντώνυμα: - detenerse (σταματώ) - evitar (αποφεύγω)

Αυτή η ανάλυση για τη λέξη "ocurrir" καλύπτει τις βασικές πτυχές της χρήσης και της σημασίας της στην ισπανική γλώσσα.



22-07-2024