Το "ocurrir" είναι ρήμα.
φωναστική μεταγραφή: [okuˈrir]
Το "ocurrir" σημαίνει "να συμβαίνει" ή "να έρχεται στο μυαλό". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι έχει συμβεί ή ότι μια σκέψη έχει προκύψει. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, δεδομένου ότι εκφράζει ένα κοινό φαινόμενο ή γεγονός.
Δεν ξέρω τι θα συμβεί αύριο.
Pueden ocurrir muchas cosas inesperadas.
Μπορεί να συμβούν πολλά απρόβλεπτα πράγματα.
Siempre ocurre lo mismo en estas situaciones.
Το "ocurrir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Μου ήρθε μια ιδέα.
No ocurre todos los días.
Δεν συμβαίνει κάθε μέρα.
Ocurrir en el momento adecuado.
Συμβαίνει στην κατάλληλη στιγμή.
Lo que ocurrió en ese evento fue sorprendente.
Αυτό που συνέβη σε αυτή την εκδήλωση ήταν εκπληκτικό.
Si ocurre un problema, avísame.
Αν συμβεί κάποιο πρόβλημα, ενημέρωσέ με.
Te lo aseguro, no volverá a ocurrir.
Η λέξη "ocurrir" προέρχεται από το λατινικό "occurrere", που σημαίνει "να τρέξει προς" ή "να παρουσιαστεί".
Συνώνυμα: - suceder (συμβαίνω) - acontecer (συμβαίνω) - pasar (περνάω, συμβαίνω)
Αντώνυμα: - detenerse (σταματώ) - evitar (αποφεύγω)
Αυτή η ανάλυση για τη λέξη "ocurrir" καλύπτει τις βασικές πτυχές της χρήσης και της σημασίας της στην ισπανική γλώσσα.