Το "odiar" είναι ρήμα.
/ oˈðjaɾ /
Η λέξη "odiar" σημαίνει να μισείς ή να απεχθάνεσαι κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανών για να εκφράσει έντονα αρνητικά συναισθήματα προς κάποιον ή κάτι. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς είναι μια κοινή λέξη στην καθημερινή ομιλία καθώς και σε γραπτά κείμενα.
No puedo evitar odiar las mentiras.
(Δεν μπορώ να αποφύγω να μισώ τα ψέματα.)
Ella odia la lluvia.
(Αυτή μισεί τη βροχή.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "odiar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Odiar a alguien de corazón.
(Να μισείς κάποιον από την καρδιά σου.)
Odiar con todas tus fuerzas.
(Να μισήσεις με όλες σου τις δυνάμεις.)
Odiar la rutina.
(Να μισείς τη ρουτίνα.)
Odiar a muerte.
(Να μισείς μέχρι θανάτου.)
Odiar a alguien a lo largo del tiempo.
(Να μισείς κάποιον για μεγάλο χρονικό διάστημα.)
Η λέξη "odiar" προέρχεται από το λατινικό "odium" που σημαίνει "μίσος" ή "απεχθάνομαι".