Το "ofendido" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /o.fenˈðiðo/
Η λέξη "ofendido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει νιώσει προσβεβλημένος ή δυσαρεστημένος λόγω μιας ενέργειας ή δηλώσεων άλλων. Είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία πλαισίων, όπως σε κοινωνικές ή νομικές περιστάσεις. Στην καθημερινή διάλεκτο, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
El acusado se sintió ofendido por las acusaciones.
(Ο κατηγορούμενος ένιωσε προσβεβλημένος από τις κατηγορίες.)
No quería ofender a nadie, pero su comentario fue malinterpretado.
(Δεν ήθελε να προσβάλει κανέναν, αλλά το σχόλιό του παρερμηνεύτηκε.)
Ella se ofendió cuando le dijeron que no podía participar.
(Αυτή θίχτηκε όταν της είπαν ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει.)
No se ofende tan fácilmente.
(Δεν προσβάλλεται τόσο εύκολα.)
Ella es muy ofendida por cualquier crítica.
(Αυτή θίγεται πολύ από οποιαδήποτε κριτική.)
No quiero ofenderte, pero necesito ser honesto.
(Δεν θέλω να σε προσβάλω, αλλά πρέπει να είμαι ειλικρινής.)
Si le dices eso, se ofende de inmediato.
(Αν του πεις αυτό, θα προσβληθεί αμέσως.)
Hay que tener cuidado con lo que se dice para no ofender.
(Πρέπει να προσέχουμε τι λέμε για να μην προσβάλλουμε.)
Η λέξη "ofendido" προέρχεται από το ρήμα "ofender", που σημαίνει "προσβάλλω" και έχει τις ρίζες του στα Λατινικά, πιθανώς από το "offendere", που σημαίνει "χτυπώ ή προσβάλλω".
Συνώνυμα: - agraviado (θιγμένος) - insultado (προσβεβλημένος)
Αντώνυμα: - complacido (ικανοποιημένος) - contento (ευχαριστημένος)