Ο όρος "oferente" είναι επίθετο που χρησιμοποιείται επίσης και ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "oferente" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /o.feˈɾen.te/
Η λέξη "oferente" αναφέρεται σε εκείνον ή εκείνη που προσφέρει κάτι, συνήθως σε συμφραζόμενα οικονομικά ή νομικά, όπως στην περίπτωση που κάποιος υποβάλλει μια προσφορά για να συμμετάσχει σε διαγωνισμό. Χρησιμοποιείται σε διαφορετικά συμφραζόμενα, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε επιχειρηματικά και νομικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή ειδικά σε βιομηχανίες που σχετίζονται με προμήθειες και προσφορές.
El oferente presentó una propuesta competitiva.
(Ο προσφέρων παρουσίασε μια ανταγωνιστική πρόταση.)
La empresa eligió al oferente que cumplía con todos los requisitos.
(Η εταιρεία επέλεξε τον προσφέροντα που πληρούσε όλες τις απαιτήσεις.)
El rol del oferente es crucial en las subastas.
(Ο ρόλος του προσφέροντα είναι κρίσιμος στις δημοπρασίες.)
Η λέξη "oferente" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές εφαρμογές:
Ser un oferente de valor.
(Να είσαι προσφέρων αξίας.)
Μια φράση που αναφέρεται σε κάποιον που προσφέρει κάτι αξιόλογο ή σημαντικό.
Un oferente confiable es esencial.
(Ένας αξιόπιστος προσφέρων είναι ουσιώδης.)
Εννοεί ότι η αξιοπιστία του προσφέροντα είναι κρίσιμη στη διαδικασία προσφορών.
El oferente debe entender el mercado.
(Ο προσφέρων πρέπει να κατανοεί την αγορά.)
Δηλώνει τη σημασία της γνώσης της αγοράς για έναν προσφέροντα.
Η λέξη "oferente" προέρχεται από το ρήμα "ofrecer," το οποίο σημαίνει "προσφέρει." Αγγίζει την έννοια της προσφοράς ή της προσφοράς κάτι σε κάποιον.
Ofertante (προσφέρων)
Αντώνυμα: