Ουσιαστικό
/ofaɾta/
Η λέξη "oferta" στα Ισπανικά σημαίνει "προσφορά", που αναφέρεται σε μια πρόταση ή καλή τιμή που γίνεται από ένα πωλητή για να προσελκύσει αγοραστές. Χρησιμοποιείται ευρέως σε όλους τους τομείς του εμπορίου, αλλά και στον καθημερινό λόγο όταν αναφέρεται σε εκπτώσεις, ειδικές προσφορές ή προτάσεις. Από άποψη συχνότητας, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι συχνά αναζητούν προσφορές στην καθημερινότητά τους.
Η προσφορά στο σούπερ μάρκετ είναι απίστευτη.
Recibí una oferta de trabajo muy interesante.
Η λέξη "oferta" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Εκμεταλλεύσου την προσφορά.
Hacer una oferta.
Κάνω μια προσφορά.
Tener una oferta en mano.
Έχω μια προσφορά στα χέρια μου.
Es una oferta irresistible.
Είναι μια ακαταμάχητη προσφορά.
Dejar pasar la oferta.
Η λέξη "oferta" προέρχεται από το λατινικό "offerre", που σημαίνει "παραδίδω", "προσφέρω". Η χρήση της έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου για να περιλάβει τις οικονομικές και εμπορικές προτάσεις.
Συνώνυμα: - propuesta (πρόταση) - oferta comercial (εμπορική προσφορά)
Αντώνυμα: - demanda (ζήτηση) - rechazo (απόρριψη)