Η λέξη "oficial" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/ofiˈθjal/
Η λέξη "oficial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πιστοποιημένο ή αναγνωρισμένο από μια αρχή. Στον τομέα του δικαίου και της διοίκησης, αναφέρεται συνήθως σε διαδικασίες ή έγγραφα που έχουν την έγκριση ενός επίσημου φορέα. Στις οικονομικές και στρατιωτικές έννοιες, μπορεί να αναφέρεται σε ρόλους ή καταστάσεις που είναι σχετικές με το κράτος ή με θεσμούς.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο κοινή σε γραπτές εκθέσεις και επίσημα έγγραφα.
El documento es oficial y debe ser presentado en la oficina.
(Το έγγραφο είναι επίσημο και πρέπει να κατατεθεί στο γραφείο.)
El gobierno emitió un comunicado oficial sobre la nueva ley.
(Η κυβέρνηση εξέδωσε μια επίσημη ανακοίνωση σχετικά με το νέο νόμο.)
Η λέξη "oficial" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Por vía oficial
(Μέσω επίσημου καναλιού)
Ejemplo: La información fue enviada por vía oficial.
(Η πληροφορία εστάλη μέσω επίσημου καναλιού.)
Oficial de enlace
(Επίσημος εκπρόσωπος)
Ejemplo: El oficial de enlace trabajó con diferentes organizaciones.
(Ο επίσημος εκπρόσωπος συνεργάστηκε με διάφορους οργανισμούς.)
Declaración oficial
(Επίσημη δήλωση)
Ejemplo: La empresa emitió una declaración oficial sobre el incidente.
(Η εταιρεία εξέδωσε μια επίσημη δήλωση σχετικά με το περιστατικό.)
Acta oficial
(Επίσημο πρακτικό)
Ejemplo: El acta oficial se firmó durante la reunión.
(Το επίσημο πρακτικό υπογράφηκε κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
Η λέξη "oficial" προέρχεται από το λατινικό "officialis", που σημαίνει "σχετικός με δημόσιο λειτουργό" ή "σχετικός με το δημόσιο".
formal (επίσημος)
Αντώνυμα: