oficiar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

oficiar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[ofiˈkaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη oficiar χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την πράξη του να εκτελεί κανείς μια επίσημη λειτουργία, συνήθως σε θρησκευτικά ή νομικά πλαίσια. Στη συνήθη χρήση, μπορεί να αναφέρεται στην εκτέλεση τελετών, όπως γάμοι ή βαπτίσεις, και σε άλλες επίσημες εκδηλώσεις. Στον προφορικό λόγο, η χρήση της μπορεί να είναι πιο περιορισμένη, ενώ στο γραπτό πλαίσιο εμφανίζεται συχνότερα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El sacerdote va a oficiar la misa este domingo.
    Ο ιερέας θα λειτουργήσει τη θεία λειτουργία αυτή την Κυριακή.

  2. Carlos quiere oficiar su propia ceremonia de boda.
    Ο Κάρλος θέλει να εκτελέσει τη δική του τελετή γάμου.

  3. Ella fue elegida para oficiar la reunión del consejo.
    Αυτή επιλέχθηκε για να εκτελέσει τη συνεδρίαση του συμβουλίου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Oficiar de mediador.
    Εκτελώ χρέη μεσολαβητή.
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αναλαμβάνει τον ρόλο ενός διαμεσολαβητή σε συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις.

  2. Oficiar una ceremonia.
    Εκτελώ μια τελετή.
    Αναφέρεται στην εκτέλεση επίσημων τελετών, όπως βαπτίσεις, γάμοι κλπ.

  3. Oficiar un contrato.
    Εκτελώ ένα συμβόλαιο.
    Χρησιμοποιείται στον νομικό τομέα για αναφορά στην επισημοποίηση και υπογραφή ενός συμβολαίου.

  4. Oficiar como testigo.
    Λειτουργώ ως μάρτυρας.
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος συμμετέχει επισήμως σε μια διαδικασία ως μάρτυρας.

Ετυμολογία

Η λέξη oficiar προέρχεται από το λατινικό officium, που σημαίνει "υπηρεσία" ή "καθήκον". Η ετυμολογία της ενισχύει την έννοια της εκτέλεσης ενός καθήκοντος ή υποχρέωσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024