Η λέξη "oficina" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [ofiˈθina]
Η λέξη "oficina" αναφέρεται σε έναν χώρο ή δωμάτιο όπου γίνονται εργασία ή διοικητικές διαδικασίες, συνήθως σχετίζεται με δουλειές γραφείου ή υπηρεσίες. Χρησιμοποιείται συχνά θέτοντας έμφαση σε εργασίες που απαιτούν οργάνωση και συνεργασία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, αν και είναι συνηθισμένη και στον προφορικό λόγο.
Necesito ir a la oficina para terminar el informe.
Πρέπει να πάω στο γραφείο για να τελειώσω την αναφορά.
La oficina está abierta desde las nueve de la mañana.
Το γραφείο είναι ανοιχτό από τις εννέα το πρωί.
En la oficina hay un ambiente de colaboración.
Στο γραφείο υπάρχει ένα περιβάλλον συνεργασίας.
Η λέξη "oficina" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Tener oficina en casa.
Να έχεις γραφείο στο σπίτι.
(Σημαίνει ότι κάποιος εργάζεται από το σπίτι.)
La oficina del futuro.
Το γραφείο του μέλλοντος.
(Αναφέρεται σε νέες καινοτόμες προσεγγίσεις εργασίας.)
Hacer horas de oficina.
Να κάνεις ώρες γραφείου.
(Σημαίνει να εργάζεσαι αυστηρά σύμφωνα με το ωράριο.)
Oficina de atención al cliente.
Γραφείο εξυπηρέτησης πελατών.
(Αναφέρεται σε τμήμα που εξυπηρετεί τους πελάτες.)
Oficina de empleo.
Γραφείο εύρεσης εργασίας.
(Πρόκειται για οργανισμό που βοηθά στη διαδικασία αναζήτησης εργασίας.)
Η λέξη "oficina" προέρχεται από το λατινικό "officina", που αναφέρεται σε εργαστήριο ή χώρο εργασίας. Η χρήση του έχει εξελιχθεί στο πλαίσιο της σύγχρονης επαγγελματικής ζωής.
Συνώνυμα: - despacho (γραφείο) - sucursal (υποκατάστημα) - servicio (υπηρεσία)
Αντώνυμα:
- casa (σπίτι)
- cerrado (κλειστό)
- fuga (φυγή) (σε σχέση με μόνη την έννοια του χώρου εργασίας)