Το "oficio" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [oˈfiθjo] ή [oˈfisjo] (ανάλογα με την περιοχή).
Η λέξη "oficio" στα ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε μία συγκεκριμένη δραστηριότητα ή επάγγελμα που εκτελεί κάποιος, ιδίως όταν σχετίζεται με χειρονακτική εργασία ή παραδοσιακές τέχνες. Χρησιμοποιείται ευρέως και στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο, επικεντρωμένο στις επαγγελματικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα.
Isabel tiene un oficio de carpintera.
(Η Ιζαμπέλ έχει επάγγελμα ξυλουργού.)
Es importante estudiar para mejorar tu oficio.
(Είναι σημαντικό να σπουδάσεις για να βελτιώσεις το επάγγελμά σου.)
El oficio de la abogacía requiere mucha dedicación.
(Το επάγγελμα της νομικής απαιτεί πολλή αφοσίωση.)
Η λέξη "oficio" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ella siempre dice que tiene un oficio para hacer negocios.
(Εκείνη πάντα λέει ότι έχει ικανότητες για να κάνει δουλειές.)
Oficio y beneficio: Λέει ότι μέσω σκληρής δουλειάς προκύπτει όφελος.
El oficio y beneficio deben ir de la mano para el éxito.
(Η δουλειά και το όφελος πρέπει να πάνε χέρι-χέρι για την επιτυχία.)
Oficio del alma: Χρησιμοποιείται για τον τομέα που κάποιος ακολουθεί με πάθος, όπως οι τέχνες.
Η λέξη "oficio" προέρχεται από το λατινικό "officium", που σημαίνει "υπηρεσία" ή "καθήκον".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "oficio".