Το "ofrecerse" είναι ρήμα.
/ofɾeˈθeɾse/ (Ισπανικά - ισπανική προφορά)
Η λέξη "ofrecerse" αναφέρεται στην πράξη του να προσφέρεται κάποιος να κάνει κάτι ή να διαθέτει τον εαυτό του για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές καταστάσεις, όπως στο πλαίσιο της προσφοράς βοήθειας, υπηρεσιών ή συμμετοχής.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια ελαφριά προτίμηση για την προφορική του χρήση λόγω της καθημερινής του φύσης.
(Θα προσφερθώ ως εθελοντής για τον καθαρισμό του πάρκου.)
Ella se ofrece a ayudar a sus compañeros de clase con las tareas.
(Αυτή προσφέρεται να βοηθήσει τους συμμαθητές της με τις εργασίες.)
¿Te ofreces a organizar la fiesta este año?
Η λέξη "ofrecerse" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν προσφορές ή διαθέσεις για βοήθεια.
La solución se ofrece en bandeja, no hay excusas.
Ofrecerse a lo que sea
Siempre se ofrece a lo que sea cuando se trata de ayudar.
No ofrecerse en vano
Η λέξη "ofrecerse" προέρχεται από το λατινικό "offerre", που σημαίνει "να προσφέρω". Η προσθήκη της κατάληξης "-se" υποδηλώνει ότι πρόκειται για ανακλαστική ενέργεια, δηλαδή κάποιος προσφέρεται ο ίδιος.
Συνώνυμα: - ofrecer - aportar
Αντώνυμα: - rechazar (να απορρίψω) - negarse (να αρνηθώ)