Ρήμα
/oxeˈaɾ/
Η λέξη "ojear" στα Ισπανικά σημαίνει να παρακολουθείς ή να κοιτάζεις κάτι προσεκτικά, συνήθως σε ένα κυνηγετικό ή σκοπευτικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία απαθανάτισης μιας στιγμής κατά το κυνήγι, παρατηρώντας προσεκτικά το θήραμα. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κείμενα που σχετίζονται με το κυνήγι ή τη φύση.
"Él siempre ojear a los ciervos antes de disparar."
"Αυτός πάντα κοιτάζει τους ελαφούς πριν πυροβολήσει."
"Al ojear el campo, vi un zorro escondido detrás de un árbol."
"Όταν κοίταξα το πεδίο, είδα μια αλεπού κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο."
"Ella suele ojear el horizonte en busca de aves."
"Αυτή συνήθως παρατηρεί τον ορίζοντα ψάχνοντας για πουλιά."
Η λέξη "ojear" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Ojear con el rabillo del ojo"
"Να κοιτάζεις από την άκρη του ματιού."
("Κοιτάζω προσεκτικά κάτι χωρίς να φαίνεται ότι το κάνω.")
"No hay que ojear demasiado; que puede asustar a la presa."
"Μη κοιτάζουμε υπερβολικά, γιατί μπορεί να τρομάξει το θήραμα."
("Έχει σημασία πώς παρακολουθείς το θήραμα.")
"Ojear el terreno antes de entrar."
"Να παρατηρήσεις το έδαφος πριν μπεις."
("Να ελέγξεις την κατάσταση πριν αναλάβεις δράση.")
Η λέξη "ojear" προέρχεται από τη ρίζα "ojo," που σημαίνει "μάτι" στα Ισπανικά. Είναι συνδεδεμένη με την έννοια της παρατήρησης ή της παρακολούθησης.
Συνώνυμα: - mirar (να κοιτάζω) - observar (να παρατηρώ) - vigilar (να φυλάω)
Αντώνυμα: - ignorar (να αγνοώ) - descuidar (να παραμελώ)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "ojear", συμπεριλαμβανομένων των εκφράσεων που τη συνοδεύουν και διάφορες χρήσεις της στη γλώσσα.