Ο όρος "ojo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ojo" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈoxo/.
Ο όρος "ojo" σημαίνει "μάτι" και αναφέρεται στο όργανο της όρασης σε ζώα και ανθρώπους. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανικών και είναι διαδεδομένος τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, καθώς είναι μια από τις βασικές λέξεις σχετικά με τα σώματα και την ανατομία.
"Το ανθρώπινο μάτι είναι πολύ περίπλοκο."
"Ella tiene unos ojos hermosos."
"Έχει όμορφα μάτια."
"Necesito un examen de ojos."
Η λέξη "ojo" είναι συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ισότητα στην ποινή για μια αδικία.
"Echar un ojo."
Σημαίνει να παρακολουθήσω ή να ελέγξω κάτι.
"No hay que perder de vista el ojo."
Σημαίνει ότι πρέπει να είσαι προσεκτικός και υποψιασμένος.
"Un ojo a la virulé."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι χαλαρός ή δεν προσέχει.
"Con un ojo en el cielo y otro en la tierra."
Η λέξη "ojo" προέρχεται από τα λατινικά "oculus", το οποίο σημαίνει επίσης "μάτι".