Ο συνδυασμός λέξεων "olfatear" είναι ρήμα.
[ ol.faˈte.aɾ ]
Η λέξη "olfatear" σημαίνει να μυρίζεις ή να κάνεις την ενέργεια του να μυρίζεις κάτι, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν κάποιος εξερευνά μια μυρωδιά, όπως το σκυλί που κουνάει τη μύτη του για να ανιχνεύσει κάποια μυρωδιά. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση της είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο.
El perro empezó a olfatear el suelo en busca de huellas.
(Ο σκύλος άρχισε να μυρίζει το έδαφος ψάχνοντας για ίχνη.)
Ella olfateó el aire y sonrió al reconocer la fragancia de las flores.
(Αυτή μύρισε τον αέρα και χαμογέλασε αναγνωρίζοντας την αρωματική μυρωδιά των λουλουδιών.)
Los investigadores decidieron olfatear la escena del crimen en busca de pistas.
(Οι ερευνητές αποφάσισαν να μυρίσουν τη σκηνή του εγκλήματος ψάχνοντας για ενδείξεις.)
Η λέξη "olfatear" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Olfatear problemas.
(Μυρίζω προβλήματα.)
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να ανιχνεύσει δυνητικά προβλήματα πριν αυτά συμβούν.
Olfatear el ambiente.
(Μυρίζω την ατμόσφαιρα.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει να εκτιμάς την κατάσταση ή τον τόνο μιας κατάστασης πριν δράσεις.
Olfatear a alguien.
(Μυρίζω κάποιον.)
Με αυτή την έκφραση υπονοείται ότι κάποιος παρακολουθεί ή παρατηρεί κάποιον με σκοπό να κατανοήσει τις προθέσεις του.
No hay que olfatear mucho, a veces la respuesta está clara.
(Δεν χρειάζεται να μυρίζεις πολύ, μερικές φορές η απάντηση είναι προφανής.)
Αυτή η φράση τονίζει ότι οι απαντήσεις είναι ενορχηστρωμένες και δεν απαιτούν πολλές αναλύσεις.
Η λέξη "olfatear" προέρχεται από το λατινικό "olfactare", το οποίο συνδέεται με τον όρο "olfactus", που σημαίνει μυρωδιά ή αίσθηση της όσφρησης.
Συνώνυμα:
- Oler (να μυρίζω)
- Aspirar (να εισπνέω)
Αντώνυμα:
- Sopor (για να φεύγει οι μυρωδιές)
- Ignorar (να αγνοώ, σε περίπτωση που δεν ανιχνεύεται κάτι με τη μυρωδιά)