Η λέξη "olfato" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "olfato" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /olˈfa.to/
Η λέξη "olfato" αναφέρεται στην αίσθηση της όσφρησης, δηλαδή στην ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε μυρωδιές. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και επιστημονικά συμφραζόμενα, καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η όσφρηση είναι μία από τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπινου σώματος.
La pérdida del olfato puede ser un síntoma de diversas enfermedades.
Η λέξη "olfato" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, οι οποίες εκφράζουν την ικανότητα αντίληψης ή κρίσης.
Να έχεις καλό αίσθημα για τις δουλειές.
Olfato agudo para detectar mentiras.
Οξυμένη όσφρηση για την ανίχνευση ψεμάτων.
Perder el olfato.
Να χάσεις την ικανότητα αντίληψης (υπό την έννοια της αύξησης της εγκληματικότητας ή άλλων αρνητικών γεγονότων).
Tener olfato para el arte.
Να έχεις καλή αντίληψη για την τέχνη.
Usar el olfato como guía.
Η λέξη "olfato" προέρχεται από το λατινικό "olfactus", που σημαίνει "άρωμα" ή "μυρωδιά". Ο όρος σχετίζεται με την ικανότητα αντίληψης και αναγνώρισης μυρωδιών μέσω των οσφρητικών αισθήσεων.
Αυτή η πληροφόρηση για τη λέξη "olfato" καλύπτει διάφορες πτυχές της γλώσσας και της χρήσης της.