Η λέξη olla είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης olla είναι /ˈo.ʝa/.
Η λέξη olla μπορεί να μεταφραστεί ως: - κατσαρόλα - δοχείο
Η λέξη olla αναφέρεται κυρίως σε ένα δοχείο ή μια κατσαρόλα που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ιδίως σε περιβάλλοντα σπιτιών και εστιατορίων.
Αυτή έψησε ρύζι στην κατσαρόλα.
La olla de barro es muy tradicional en nuestra cultura.
Η λέξη olla χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
(Η σημασία είναι ότι κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του.)
¡A olla y a cuchara!
(Σημαίνει "πάμε να φάμε!" ή "ας αρχίσουμε να τρώμε!")
Estás en la olla.
(Σημαίνει ότι κάποιος είναι σε δύσκολη θέση ή κατάσταση.)
Se le cayó la olla.
Η λέξη olla προέρχεται από τη Λατινική λέξη olla, που σημαίνει "δοχείο" ή "κατσαρόλα". Η ρίζα της έχει παραμείνει σταθερή στην κάποιες γλώσσες της Ιβηρικής Χερσονήσου.
recipiente (δοχείο)
Αντώνυμα:
Η λέξη olla είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ισπανικής γλώσσας και κουλτούρας, έχοντας σημασία τόσο στη μαγειρική όσο και σε μεταφορικές εκφράσεις.