olla - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

olla (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη olla είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης olla είναι /ˈo.ʝa/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη olla μπορεί να μεταφραστεί ως: - κατσαρόλα - δοχείο

Σημασία της λέξης

Η λέξη olla αναφέρεται κυρίως σε ένα δοχείο ή μια κατσαρόλα που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ιδίως σε περιβάλλοντα σπιτιών και εστιατορίων.

Προτάσεις με την λέξη olla

  1. Ella cocinó arroz en la olla.
  2. Αυτή έψησε ρύζι στην κατσαρόλα.

  3. La olla de barro es muy tradicional en nuestra cultura.

  4. Η πήλινη κατσαρόλα είναι πολύ παραδοσιακή στην κουλτούρα μας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη olla χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. No hay olla sin tapa.
  2. Δεν υπάρχει κατσαρόλα χωρίς καπάκι.
  3. (Η σημασία είναι ότι κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του.)

  4. ¡A olla y a cuchara!

  5. Στην κατσαρόλα και με κουτάλι!
  6. (Σημαίνει "πάμε να φάμε!" ή "ας αρχίσουμε να τρώμε!")

  7. Estás en la olla.

  8. Είσαι στην κατσαρόλα.
  9. (Σημαίνει ότι κάποιος είναι σε δύσκολη θέση ή κατάσταση.)

  10. Se le cayó la olla.

  11. Του/της έπεσε η κατσαρόλα.
  12. (Σημαίνει ότι κάποιος έχει τρελαθεί ή δεν έχει καθαρή σκέψη.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη olla προέρχεται από τη Λατινική λέξη olla, που σημαίνει "δοχείο" ή "κατσαρόλα". Η ρίζα της έχει παραμείνει σταθερή στην κάποιες γλώσσες της Ιβηρικής Χερσονήσου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Η λέξη olla είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ισπανικής γλώσσας και κουλτούρας, έχοντας σημασία τόσο στη μαγειρική όσο και σε μεταφορικές εκφράσεις.



22-07-2024