Olor είναι ουσιαστικό.
/oˈloɾ/
Η λέξη olor χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αίσθηση που σχετίζεται με τη μυρωδιά ή την οσμή. Μπορεί να αναφέρεται σε ευχάριστες ή δυσάρεστες οσμές. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο με παρόμοια συχνότητα.
Η μυρωδιά των λουλουδιών στον κήπο είναι πολύ ευχάριστη.
No puedo soportar el olor del pescado.
Δεν μπορώ να αντέξω τη μυρωδιά του ψαριού.
El olor del café recién hecho me despertó.
Σημαίνει να έχεις ευχάριστη παρουσία ή να αφήνεις καλή εντύπωση.
Huele a problema.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υπάρχει κάτι ύποπτο ή ότι πολλά πράγματα δεν πάνε καλά.
Oler a muerto.
Συχνά χρησιμοποιείται όταν η κατάσταση φαίνεται πολύ κακή ή απογοητευτική.
Mala olor.
Η λέξη olor προέρχεται από την Λατινική λέξη odor, που σημαίνει επίσης μυρωδιά ή οσμή. Η ρίζα της σχετίζεται με την αίσθηση της όσφρησης.
Συνώνυμα: - Fragancia (άρωμα) - Aroma (άρωμα)
Αντώνυμα: - Desagradable (δυσάρεστο) - Mal olor (κακή μυρωδιά)