olor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

olor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Olor είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/oˈloɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη olor χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αίσθηση που σχετίζεται με τη μυρωδιά ή την οσμή. Μπορεί να αναφέρεται σε ευχάριστες ή δυσάρεστες οσμές. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο με παρόμοια συχνότητα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El olor a flores en el jardín es muy agradable.
  2. Η μυρωδιά των λουλουδιών στον κήπο είναι πολύ ευχάριστη.

  3. No puedo soportar el olor del pescado.

  4. Δεν μπορώ να αντέξω τη μυρωδιά του ψαριού.

  5. El olor del café recién hecho me despertó.

  6. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ με ξύπνησε.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Tener un buen olor.
  2. Να έχεις καλή μυρωδιά.
  3. Σημαίνει να έχεις ευχάριστη παρουσία ή να αφήνεις καλή εντύπωση.

  4. Huele a problema.

  5. Μυρίζει πρόβλημα.
  6. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υπάρχει κάτι ύποπτο ή ότι πολλά πράγματα δεν πάνε καλά.

  7. Oler a muerto.

  8. Μυρίζει θάνατο.
  9. Συχνά χρησιμοποιείται όταν η κατάσταση φαίνεται πολύ κακή ή απογοητευτική.

  10. Mala olor.

  11. Δυσάρεστη μυρωδιά.
  12. Αναφέρεται σε μια οσμή που είναι απογοητευτική ή ενοχλητική.

Ετυμολογία

Η λέξη olor προέρχεται από την Λατινική λέξη odor, που σημαίνει επίσης μυρωδιά ή οσμή. Η ρίζα της σχετίζεται με την αίσθηση της όσφρησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Fragancia (άρωμα) - Aroma (άρωμα)

Αντώνυμα: - Desagradable (δυσάρεστο) - Mal olor (κακή μυρωδιά)



22-07-2024