Το "olvidarse" είναι ρήμα.
/olβiˈðaɾse/
Η λέξη "olvidarse" σημαίνει την πράξη της λήθης ή του να μην θυμόμαστε κάτι. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να δηλώσει ότι κάποιος έχει ξεχάσει κάτι. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Me olvidé de comprar la leche.
(Ξέχασα να αγοράσω το γάλα.)
Siempre te olvidas de mis cumpleaños.
(Πάντα ξεχνάς τα γενέθλιά μου.)
No quiero olvidarme de esta experiencia.
(Δεν θέλω να ξεχάσω αυτήν την εμπειρία.)
Η λέξη "olvidarse" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ejemplo: Después del accidente, se olvidó de la noche a la mañana de todas sus habilidades.
(Μετά το ατύχημα, ξέχασε από τη μια μέρα στην άλλη όλες τις ικανότητές του.)
Olvidarse por completo
(Να ξεχάσεις εντελώς.)
Ejemplo: Ella se olvidó por completo de su promesa.
(Αυτή ξέχασε εντελώς την υπόσχεσή της.)
No olvidarse de
(Να μην ξεχάσεις να κάνεις κάτι.)
Η λέξη "olvidarse" προέρχεται από το λατινικό "obliviscī," που σημαίνει "να ξεχάσω." Το πρόθεμα "ol-" και το ρήμα "vidarse" σχηματίζουν τη σημερινή της μορφή.
Συνώνυμα: - olvidar - dejara de lado
Αντώνυμα: - recordar - acordarse