Το "omitir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "omitir": [omiˈtiɾ]
Η λέξη "omitir" σημαίνει να παραλείπεις ή να αποκλείεις κάτι, συνήθως πληροφορίες ή περιεχόμενο. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών συχνά και είναι κοινώς αποδεκτό τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε επίσημα και νομικά πλαίσια.
No te olvides de omitir los detalles irrelevantes en tu informe.
(Μην ξεχάσεις να παραλείψεις τιςirrelevant λεπτομέρειες στην αναφορά σου.)
El testigo decidió omitir su declaración durante la audiencia.
(Ο μάρτυρας αποφάσισε να παραλείψει τη δήλωσή του κατά τη διάρκεια της ακρόασης.)
Es importante omitir información que no sea necesaria.
(Είναι σημαντικό να παραλείπεις πληροφορίες που δεν είναι απαραίτητες.)
Η λέξη "omitir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
A veces, las personas optan por omitir la verdad para evitar conflictos.
(Κάποιες φορές, οι άνθρωποι επιλέγουν να αποκλείσουν την αλήθεια για να αποφύγουν τις συγκρούσεις.)
Omitir un dato
(Παραλείπω μια πληροφορία)
Es peligroso omitir un dato crucial en la investigación.
(Είναι επικίνδυνο να παραλείψεις μια κρίσιμη πληροφορία στην έρευνα.)
Omitir responsabilidades
(Αποκλείω ευθύνες)
Η λέξη "omitir" προέρχεται από το λατινικό "omittere", που σημαίνει "να αφήνω κάτι να περάσει".
Συνώνυμα: - excluir - descartar - eludir
Αντώνυμα: - incluir - reconocer - aceptar