Η λέξη "omóplato" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "omóplato" είναι /omˈoplasto/ σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "omóplato" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ωμοπλάτη".
Η λέξη "omóplato" αναφέρεται στο ανατομικό μέρος του σώματος που βρίσκεται πίσω από τον θώρακα και συνδέει το βραχίονα με τον κορμό. Είναι η πλατιά, επίπεδη οστική δομή που βρίσκεται στην πίσω πλευρά της θωρακικής περιοχής. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικά και ανατομικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε ιατρικά βιβλία και ανατομικές περιγραφές. Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά εκτός του πλαισίου συζητήσεων για την ανατομία ή την υγεία.
La fractura del omóplato requiere cirugía.
(Η κάταγμα της ωμοπλάτης απαιτεί χειρουργική επέμβαση.)
Ella tiene dolor en el omóplato después de la clase de yoga.
(Έχει πόνο στην ωμοπλάτη μετά την τάξη γιόγκα.)
Η λέξη "omóplato" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε φράσεις που σχετίζονται με τον πόνο ή τις τραυματισμούς. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
Me duele el omóplato cuando levanto los brazos.
(Με πονάει η ωμοπλάτη όταν σηκώνω τα χέρια.)
Después del accidente, él tiene limitaciones en el movimiento del omóplato.
(Μετά το ατύχημα, έχει περιορισμούς στην κίνηση της ωμοπλάτης.)
El fisioterapeuta me está tratando el omóplato.
(Ο φυσιοθεραπευτής με θεραπεύει την ωμοπλάτη.)
Η λέξη "omóplato" προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά "ὠμοπλάτη" (ōmōplátē), που σημαίνει "η πλατιά του ώμου". Η σύνθεση προέρχεται από το "ὠμός" (ώμος) και "πλάτη", αναφερόμενη στη δομή και τη θέση του οστού.
Συνώνυμα:
- Escápula
- Hombro (συχνά χρησιμοποιείται σε πιο γενικούς όρους για τον ώμο αλλά αναφέρεται και στην ωμοπλάτη)
Αντώνυμα:
- No υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για την ωμοπλάτη, δεδομένου ότι πρόκειται για συγκεκριμένη ανατομική δομή. Ωστόσο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί "pantorrilla" (γύρος), ως αντίθεση σε όρους οστών που βρίσκονται πιο χαμηλά στο σώμα.