Onda είναι ουσιαστικό (feminine noun).
[ˈonda]
Στα Ισπανικά, η λέξη onda σημαίνει "κύμα" και χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε φυσικά φαινόμενα που σχετίζονται με τη θάλασσα ή το νερό, αλλά και σε άλλες μορφές κυμάτων, όπως τα ηχητικά ή οι ηλεκτρομαγνητικές δονήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η θάλασσα έχει πολλά κύματα και κάθε κύμα είναι διαφορετικό.
La onda de sonido viaja más rápido en el agua que en el aire.
Η λέξη onda χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Είναι πάντα στην κοινή κουλτούρα και κατανοεί τι συμβαίνει γύρω του.
Estar en una onda positiva.
Τώρα που βρήκε δουλειά, είναι σε μια θετική κατάσταση στην ζωή του.
Pedir la onda.
Καμιά φορά χρειάζεται να ζητάς τη βοήθεια φίλων όταν έχεις προβλήματα.
No te pongas en la onda negativa.
Η λέξη onda προέρχεται από το λατινικό undā, που σημαίνει "κύμα".
Συνώνυμα:
- ola (κύμα)
- corriente (ροή)
- frecuencia (συχνότητα)
Αντώνυμα:
- calma (ηρεμία)
- quietud (ηρεμία)
- tranquilidad (ηρεμία)