Ondulado είναι επίθετο.
/ondiˈlaðo/
Η λέξη ondulado αναφέρεται σε κάτι που έχει κυματιστή ή κυλιόμενη μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει επιφάνειες ή σχήματα που δεν είναι επίπεδα, αλλά έχουν καμπύλες ή κύματα. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή και παρατηρείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Η επιφάνεια του νερού είναι κυματιστή εξαιτίας του ανέμου.
El diseño de la tela es ondulado, lo que le da un toque elegante.
Ο σχεδιασμός του υφάσματος είναι κυματιστός, το οποίο του δίνει μια κομψή αίσθηση.
Me gusta la forma ondulada de las montañas en el horizonte.
Η λέξη ondulado δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες φράσεις:
Ο δρόμος είναι κυματιστός, οπότε να είσαι προσεκτικός όταν οδηγείς.
La melodía tiene un ritmo ondulado que la hace especial.
Η μελωδία έχει έναν κυματιστό ρυθμό που την κάνει ιδιαίτερη.
Su cabello tiene una textura ondulada que le queda muy bien.
Η λέξη ondulado προέρχεται από το ουσιαστικό "onda," που σημαίνει "κύμα," και το προσθετικό "lado," το οποίο προσδίδει την έννοια του κυματισμού ή της κυματιστής μορφής.
Συνώνυμα: - Rugoso (ανώμαλος) - Curvado (καμπύλος) - Serpenteante (ερυθρό).
Αντώνυμα: - Plano (επίπεδο) - Liso (ομαλός) - Recto (ευθύς).