oneroso είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης oneroso είναι:
/oneɾoso/
Η λέξη oneroso χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που επιβαρύνει, είναι επαχθές ή απαιτεί υπερβολικό κόπο και πόρους. Στην νομική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει υποχρεώσεις ή όρους που είναι δύσκολοι ή δαπανηροί να τηρηθούν. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε επιστημονικά ή νομικά συμφραζόμενα.
El contrato es oneroso para la parte que debe cumplir con las obligaciones.
(Η σύμβαση είναι επαχθής για το μέρος που πρέπει να τηρήσει τις υποχρεώσεις.)
Es oneroso mantener un negocio en tiempos de crisis.
(Είναι υπερβολικό να διατηρείς μια επιχείρηση σε περίοδο κρίσης.)
Η λέξη oneroso συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που αποτυπώνουν πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την επιβάρυνση ή το βάρος που φέρνει κάτι.
Asumir un costo oneroso
(Να αναλάβεις ένα επαχθές κόστος)
Abrir una puerta onerosa
(Να ανοίξεις μια επαχθή πόρτα / Να αναλάβεις μια υπερβολική υποχρέωση)
La decisión fue onerosa para su futuro
(Η απόφαση ήταν επαχθής για το μέλλον του)
Un camino oneroso
(Ένας επαχθής δρόμος)
Η λέξη oneroso προέρχεται από το λατινικό onerosus, το οποίο σημαίνει "φορτωμένος" ή "βάρος".
Συνώνυμα: - pesado - gravoso - costoso
Αντώνυμα: - ligero - fácil - sencillo