Η λέξη "onfálico" είναι επίθετο.
onˈfaliko
Ελληνικά: ονφαλικός
Η λέξη "onfálico" στα Ισπανικά σημαίνει "φαλλικός" και συχνά συνδέεται με έννοιες όπως η σεξουαλικότητα και η αρχαιότητα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Los rituales antiguos a menudo incluían símbolos onfálicos. (Οι αρχαίοι τελετουργίες συχνά περιλάμβαναν φαλλικά σύμβολα.)
La estatua del dios estaba decorada con motivos onfálicos. (Το άγαλμα του θεού είχε διακοσμηθεί με φαλλικά στοιχεία.)
Η λέξη "onfálico" προέρχεται από την Ισπανική λέξη "fálico" (φαλλικός) σε συνδυασμό με το πρόθεμα "on-".