Επίθετο (adjetivo).
/opsjɔˈnal/
Η λέξη "opcional" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι υποχρεωτικό και μπορεί να επιλεγεί ή να παραληφθεί, ανάλογα με την προτίμηση του ατόμου. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε δικαιώματα ή υποχρεώσεις που δεν είναι δεσμευτικά.
Η λέξη "opcional" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων.
El examen tiene preguntas opcionales que los estudiantes pueden elegir.
(Η εξέταση έχει προαιρετικές ερωτήσεις που μπορούν να επιλέξουν οι μαθητές.)
La asistencia a la reunión es opcional.
(Η συμμετοχή στη συνάντηση είναι προαιρετική.)
El curso ofrece proyectos opcionales para quienes deseen profundizar en el tema.
(Το μάθημα προσφέρει προαιρετικά έργα για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στο θέμα.)
Η λέξη "opcional" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει την έννοια της επιλογής ή της ελευθερίας της επιλογής.
Tomar una clase opcional es una buena manera de aprender algo nuevo.
(Η παρακολούθηση ενός προαιρετικού μαθήματος είναι ένας καλός τρόπος να μάθεις κάτι νέο.)
El uso de ese software es opcional para los empleados.
(Η χρήση αυτού του λογισμικού είναι προαιρετική για τους υπαλλήλους.)
Hacer ejercicio es una actividad opcional, pero muy beneficiosa.
(Η άσκηση είναι μια προαιρετική δραστηριότητα, αλλά πολύ ωφέλιμη.)
La participación en las actividades extracurriculares es opcional, no obligatoria.
(Η συμμετοχή στις εξωσχολικές δραστηριότητες είναι προαιρετική, όχι υποχρεωτική.)
Existen recursos opcionales para quienes deseen profundizar en el tema.
(Υπάρχουν προαιρετικοί πόροι για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στο θέμα.)
Η λέξη "opcional" προέρχεται από το λατινικό "optionalis," που σημαίνει "αυστηρά συνδεδεμένο με επιλογές" και συνδέεται με τη ρίζα "optio," που σημαίνει "επιλογή."
voluntario (εθελοντικό)
Αντώνυμα: