Το "operar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /opeˈɾaɾ/
Το "operar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει "να δρα" ή "να λειτουργεί" και μπορεί να αναφέρεται σε ποικίλες καταστάσεις, όπως να εκτελεί κάποιος μια επιχείρηση, να κάνει χειρουργικές επεμβάσεις ή να ενεργεί σε κάποια διαδικασία. Χρησιμοποιείται ευρέως, και η συχνότητά του είναι υψηλή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και οι ιατρικές και εμπορικές του χρήσεις μπορεί να είναι πιο κοινές στον γραπτό λόγο.
Los médicos van a operar al paciente mañana.
(Οι γιατροί θα χειρουργήσουν τον ασθενή αύριο.)
Es necesario operar el sistema para mejorar su funcionamiento.
(Είναι αναγκαίο να λειτουργήσεις το σύστημα για να βελτιωθεί η απόδοσή του.)
La empresa decidió operar en varios países a la vez.
(Η εταιρεία αποφάσισε να δρα σε πολλές χώρες ταυτόχρονα.)
Το "operar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Operar con tranquilidad.
(Να δρα κανείς με ηρεμία.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος ενεργεί με ψυχραιμία και χωρίς άγχος.
Operar en la sombra.
(Να δρα κανείς στη σκιά.)
Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε δραστηριότητες που γίνονται κρυφά ή χωρίς δημοσιότητα.
Operar bajo presión.
(Να δρα κανείς υπό πίεση.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος πρέπει να πάρει αποφάσεις ή να δράσει σε συνθήκες υψηλής πίεσης.
Operar a toda máquina.
(Να δρα κανείς στο μέγιστο.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου όλα λειτουργούν στην καλύτερη απόδοσή τους.
Η λέξη "operar" προέρχεται από το λατινικό "operari", που σημαίνει "να εργάζεται", "να δρα" ή "να αναλαμβάνει δράση".
Συνώνυμα: - Funcionar (να λειτουργεί) - Ejecutar (να εκτελεί)
Αντώνυμα: - Inhibir (να αναστέλλει) - Detener (να σταματά)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια του "operar" στη γλώσσα Ισπανικά και τις διάφορες χρησιμοποιήσεις της, κάνοντάς την μια πολύπλευρη λέξη.