Η λέξη "operativo" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/opeɾaˈtivo/
Η λέξη "operativo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με λειτουργίες, διαδικασίες ή επιχείρηση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, στρατιωτικά και ιατρικά συμφραζόμενα, καθώς και σε γενικές συζητήσεις σχετικά με την απόδοση και την αποτελεσματικότητα. Η χρήση της είναι κοινή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά ή τεχνικά κείμενα.
Η επιχείρηση ήταν πολύ επιτυχής χάρη στην επιχειρησιακή ομάδα.
El plan operativo se implementará a partir de la próxima semana.
Η λέξη "operativo" εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με την εργασία και τις επιχειρήσεις:
Χρειαζόμαστε όλοι να είμαστε έτοιμοι πριν από τη συνάντηση.
"Ejecutar de manera operativa" σημαίνει να εκτελείς μια διαδικασία αποτελεσματικά.
Είναι σημαντικό να εκτελούμε αποτελεσματικά κάθε βήμα του έργου.
"Un operativo de seguridad" αναφέρεται σε μια αστυνομική ή στρατιωτική επιχείρηση.
Η αστυνομία πραγματοποίησε μια επιχείρηση ασφαλείας στην περιοχή.
"Plan operativo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σχέδιο δράσης.
Η λέξη "operativo" προέρχεται από το λατινικό "operativus", το οποίο σημαίνει "αυτός που δρα" ή "λειτουργικός", προερχόμενο από το ρήμα "operari", που σημαίνει "εργάζομαι" ή "εκτελώ".
Συνώνυμα: - Funcional (λειτουργικός) - Eficaz (αποτελεσματικός) - Accionable (εκτελέσιμος)
Αντώνυμα: - Inoperante (μη λειτουργικός) - Ineficaz (μη αποτελεσματικός) - Inútil (άχρηστος)