Ρήμα.
/opoˈneɾ/
Η λέξη "oponer" στα Ισπανικά σημαίνει "να αντιτίθεμαι" ή "να εναντιώνομαι" σε κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται ευρέως σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα για να δηλώσει αντίθεση ή αντίρρηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με προτίμηση στο γραπτό κείμενο, ιδίως σε πολιτικά και νομικά κείμενα όπου αναφέρονται θέματα αντίστασης ή αντίκτυπου σε αποφάσεις.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. Ella decidió oponer resistencia a la injusticia.
Αυτή αποφάσισε να αντιταχθεί στην αδικία.
Στα Ισπανικά, η λέξη "oponer" ενσωματώνεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνήθως σχετίζονται με την αντίσταση ή την αντίθεση:
El abogado decidió oponer una objeción durante el juicio.
(Ο δικηγόρος αποφάσισε να εκφράσει μια αντίρρηση κατά τη διάρκεια της δίκης.)
Oponer resistencia
Los soldados se opusieron resistencia al enemigo.
(Οι στρατιώτες αντέταξαν αντίσταση στον εχθρό.)
Oponer la fuerza
Η λέξη "oponer" προέρχεται από το λατινικό "opponere", που σημαίνει "να τοποθετώ απέναντι". Το "opponere" αποτελείται από το "ob" (απέναντι) και το "ponere" (τοποθετώ).
Συνώνυμα: - contradecir (αντιλεγώ) - resistir (αντιστέκομαι) - objetar (αντικρούω)
Αντώνυμα: - aceptar (αποδέχομαι) - consentir (συμφωνώ) - apoyar (υποστηρίζω)