oponer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

oponer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

/opoˈneɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "oponer" στα Ισπανικά σημαίνει "να αντιτίθεμαι" ή "να εναντιώνομαι" σε κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται ευρέως σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα για να δηλώσει αντίθεση ή αντίρρηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με προτίμηση στο γραπτό κείμενο, ιδίως σε πολιτικά και νομικά κείμενα όπου αναφέρονται θέματα αντίστασης ή αντίκτυπου σε αποφάσεις.

Παραδείγματα προτάσεων: 1. Ella decidió oponer resistencia a la injusticia.
Αυτή αποφάσισε να αντιταχθεί στην αδικία.

  1. Los ciudadanos se opusieron a la nueva ley.
    Οι πολίτες εναντιώθηκαν στη νέα νόμο.

Ιδανωμένες Εκφράσεις

Στα Ισπανικά, η λέξη "oponer" ενσωματώνεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνήθως σχετίζονται με την αντίσταση ή την αντίθεση:

  1. Oponer una objeción
  2. Να εκφράσω μια αντίρρηση.
  3. El abogado decidió oponer una objeción durante el juicio.
    (Ο δικηγόρος αποφάσισε να εκφράσει μια αντίρρηση κατά τη διάρκεια της δίκης.)

  4. Oponer resistencia

  5. Να αντισταθώ.
  6. Los soldados se opusieron resistencia al enemigo.
    (Οι στρατιώτες αντέταξαν αντίσταση στον εχθρό.)

  7. Oponer la fuerza

  8. Να χρησιμοποιήσεις τη δύναμη.
  9. En situaciones extremas, la policía puede oponer la fuerza necesaria.
    (Σε ακραίες καταστάσεις, η αστυνομία μπορεί να χρησιμοποιήσει τη δύναμη που απαιτείται.)

Ετυμολογία

Η λέξη "oponer" προέρχεται από το λατινικό "opponere", που σημαίνει "να τοποθετώ απέναντι". Το "opponere" αποτελείται από το "ob" (απέναντι) και το "ponere" (τοποθετώ).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - contradecir (αντιλεγώ) - resistir (αντιστέκομαι) - objetar (αντικρούω)

Αντώνυμα: - aceptar (αποδέχομαι) - consentir (συμφωνώ) - apoyar (υποστηρίζω)



22-07-2024