Το "oponerse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "oponerse" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /opoˈneɾse/.
Η λέξη "oponerse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει την πράξη της αντίθεσης σε κάτι ή κάποιον. Δηλώνει μια κατάσταση όπου κάποιος δεν συμφωνεί ή διαφωνεί με κάτι, που μπορεί να είναι μια ιδέα, σχέδιο ή κατάσταση. Συχνότητα χρήσης: Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη και συναντάται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανίζεται λίγο συχνότερα στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικά ή πολιτικά κείμενα.
Οι πολίτες αντιτίθενται στους νέους νόμους.
Ella se opone a la decisión del gobierno.
Αυτή εναντιώνεται στην απόφαση της κυβέρνησης.
Es importante oponerse a la corrupción.
Η λέξη "oponerse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, ιδίως σε νομικό και πολιτικό πλαίσιο:
Αντιτίθεμαι στην κατάχρηση εξουσίας.
No se pueden oponer los derechos humanos.
Δεν μπορούν να αμφισβητηθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Es crucial oponerse a la injusticia.
Είναι κρίσιμο να αντιταχθεί κανείς στην αδικία.
Debemos oponernos a la discriminación.
Πρέπει να αντιταχθούμε στη διάκριση.
El grupo se opone a la guerra.
Η ομάδα αντιτίθεται στον πόλεμο.
Siempre hay quienes se oponen al cambio.
Η λέξη "oponerse" προέρχεται από τη σύνθεση προθέσεων και ρημάτων της Λατινικής γλώσσας, κυρίως από το "opponere", που σημαίνει "βάζω απέναντι" ή "αντιτάσσομαι".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα χρήσης της λέξης "oponerse" στη γλώσσα των Ισπανικών.