oportunidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

oportunidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "oportunidad" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /o.por.tu.ni.ðað/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "oportunidad" σημαίνει μια ευνοϊκή στιγμή ή ευκαιρία για να επιτευχθεί κάτι ή να πραγματοποιηθεί μια ενέργεια. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιχειρήσεων, αλλά και σε γενικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και απαντάται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La oportunidad de trabajar en esa empresa es increíble.
    (Η ευκαιρία να εργαστώ σε αυτή την επιχείρηση είναι απίστευτη.)

  2. Si no aprovechas la oportunidad, podrías arrepentirte más tarde.
    (Αν δεν εκμεταλλευτείς την ευκαιρία, μπορεί να το μετανιώσεις αργότερα.)

  3. Debes estar atento a las oportunidades que se presenten.
    (Πρέπει να είσαι προσεκτικός στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "oportunidad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε ευκαιρίες και τις συνέπειές τους:

  1. Dar una oportunidad.
    (Να δώσει μια ευκαιρία.)
  2. Siempre hay que dar una oportunidad a las nuevas ideas.
    (Πάντα πρέπει να δίνουμε μια ευκαιρία σε νέες ιδέες.)

  3. Aprovechar la oportunidad.
    (Να εκμεταλλευτείς την ευκαιρία.)

  4. Es importante aprovechar la oportunidad cuando surge.
    (Είναι σημαντικό να εκμεταλλεύεσαι την ευκαιρία όταν προκύπτει.)

  5. No hay mejor momento que este, es tu oportunidad.
    (Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από αυτή, είναι η ευκαιρία σου.)

  6. No hay mejor momento que este, es tu oportunidad para brillar.
    (Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από αυτή, είναι η ευκαιρία σου να λάμψεις.)

  7. Perder una oportunidad.
    (Να χάσεις μια ευκαιρία.)

  8. Desafortunadamente, perdí la oportunidad de ir al concierto.
    (Δυστυχώς, έχασα την ευκαιρία να πάω στη συναυλία.)

  9. Una oportunidad de oro.
    (Μια χρυσή ευκαιρία.)

  10. Esta es una oportunidad de oro que no se debe dejar pasar.
    (Αυτή είναι μια χρυσή ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσεις.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "oportunidad" προέρχεται από το λατινικό "opportunitas", που σημαίνει "καλή στιγμή" ή "κατάλληλη ευκαιρία".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Με αυτά τα στοιχεία, η λέξη "oportunidad" αποκτά μια πληρέστερη κατανόηση τόσο στη γλώσσα Ισπανικά όσο και στην εφαρμογή της σε διάφορους τομείς.



22-07-2024