Λέξη: oportuno Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: [o.puɾˈtuno]
Η λέξη oportuno χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που είναι κατάλληλο ή ευνοϊκό σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό.
Παραδείγματα προτάσεων:
Είναι κατάλληλο να λάβουμε υπόψη όλες τις επιλογές πριν πάρουμε μια απόφαση.
La reunión fue en un momento oportuno para discutir el proyecto.
Η λέξη oportuno δεν είναι συχνά μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές προτάσεις που εκφράζουν την ιδέα του κατάλληλου χρόνου ή του ευνοϊκού πλαισίου.
Παραδείγματα με ιδιωματικές χρήσεις:
Ήρθες σε μια κατάλληλη στιγμή για να με βοηθήσεις με τις προετοιμασίες.
Es importante actuar en el momento oportuno para no perder oportunidades.
Είναι σημαντικό να δράσεις την κατάλληλη στιγμή για να μην χάσεις ευκαιρίες.
La decisión de invertir fue muy oportuna dado el aumento del mercado.
Η απόφαση να επενδύσεις ήταν πολύ κατάλληλη δεδομένης της αύξησης της αγοράς.
Un consejo oportuno puede marcar la diferencia en un momento crítico.
Η λέξη oportuno προέρχεται από το λατινικό "opportunus", που σημαίνει "κατάλληλος" ή "ευνοϊκός".
Συνώνυμα: - conveniente - adecuado - propicio
Αντώνυμα: - inoportuno - inapropiado - inadecuado