Το "oprimir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "oprimir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /o.pɾiˈmiɾ/
Η λέξη "oprimir" σημαίνει να προκαλείς πίεση ή καταπίεση σε κάτι ή κάποιον, είτε φυσικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις όπου μια ομάδα ή ένα άτομο ασκεί δύναμη πάνω σε άλλο, περιορίζοντας την ελευθερία ή την ανάπτυξή του. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Οι δικτάτορες συνήθως καταπιέζουν τον λαό τους.
Es difícil oprimir a un globo sin que explote.
Είναι δύσκολο να συμπιέσεις ένα μπαλόνι χωρίς να εκραγεί.
Algunas redes sociales pueden oprimir la libertad de expresión.
Η λέξη "oprimir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στη δράση του να πατήσουμε ένα κουμπί σε ηλεκτρονικές συσκευές.
Oprimir el corazón.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκινητική ή δύσκολη στιγμή που προκαλεί συναισθηματική πίεση.
No dejes que te oprima la rutina.
Μια κοινή φράση που προτρέπει κάποιον να μην επιτρέπει στην καθημερινότητα να τον περιορίζει.
Sentir que alguien te oprime el cuello.
Μεταφορικά, μπορεί να υποδηλώνει ότι κάποιος αισθάνεται πίεση ή άγχος από τον άλλον άνθρωπο.
La presión puede oprimir tus sueños.
Η λέξη "oprimir" προέρχεται από το Λατινικό "opprimere", το οποίο σημαίνει "καταπνίγω" ή "συμπιέζω".
Συνώνυμα: - Reprimir (καταστέλλω) - Aplastar (συνθλίβω) - Sofocar (πνίγω)
Αντώνυμα: - Liberar (απελευθερώνω) - Soltar (αφήνω ελεύθερο) - Promover (προάγω)