Η λέξη "optativo" είναι επίθετο.
/optatiβo/
Η λέξη "optativo" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει αυτό που είναι προαιρετικό ή που μπορεί να επιλεγεί μεταξύ διαφόρων επιλογών. Χρησιμοποιείται συχνά σε εκπαιδευτικά πλαίσια, νομικά κείμενα και φιλοσοφικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της "optativo" είναι μέτρια, καθώς χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, π.χ. νόμους, προγράμματα σπουδών και ακαδημαϊκά κείμενα.
Παραδείγματα Προτάσεων:
- La asignatura de matemáticas es optativa en este curso.
(Το μάθημα των μαθηματικών είναι προαιρετικό σε αυτό το μάθημα.)
Η λέξη "optativo" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης και της νομικής γλώσσας. Ακολουθούν παραδείγματα:
Es una decisión optativa, así que no te sientas presionado.
(Είναι μια προαιρετική απόφαση, οπότε μην νιώθεις πίεση.)
El optativo debe ser elegido con cuidado para beneficiarse del programa.
(Το προαιρετικό πρέπει να επιλεγεί προσεκτικά ώστε να επωφεληθείς από το πρόγραμμα.)
En algunos sistemas educativos, las materias optativas son esenciales para completar el currículo.
(Σε ορισμένα εκπαιδευτικά συστήματα, τα προαιρετικά μαθήματα είναι απαραίτητα για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα σπουδών.)
Η λέξη "optativo" προέρχεται από το λατινικό "optativus", που σημαίνει "εκλογικός", το οποίο προέρχεται από το ρήμα "optare" που σημαίνει "να επιλέγω".
Συνώνυμα: - facultativo - opcional
Αντώνυμα: - obligatorio - forzoso