Το "opuesto" είναι ένα ουσιαστικό και επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /oˈpwesto/
Ο όρος "opuesto" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι αντίθετο ή σε αντίθεση με κάτι άλλο. Συχνά χρησιμοποιείται στον καθημερινό λόγο, καθώς και σε νομικά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, αλλά αναγνωρίσιμο και σε γραπτά κείμενα.
El opuesto de la luz es la oscuridad.
(Το αντίθετο της φωτός είναι το σκοτάδι.)
Las opiniones opuestas a menudo generan debate.
(Οι αντίθετες γνώμες συχνά δημιουργούν συζήτηση.)
Το "opuesto" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε κάποια παροιμίες ή εκφράσεις που αναφέρονται στις αντιθέσεις.
Estar en el lado opuesto.
(Βρίσκομαι στη αντίθετη πλευρά.)
Cada persona tiene su opuesto.
(Κάθε άτομο έχει τον αντίθετό του.)
A veces lo opuesto es lo que nos une.
(Μερικές φορές το αντίθετο είναι αυτό που μας ενώνει.)
Pensar en el opuesto nos ayuda a ver diferentes perspectivas.
(Το να σκεφτόμαστε το αντίθετο μας βοηθά να δούμε διαφορετικές προοπτικές.)
Το "opuesto" προέρχεται από το Λατινικό "oppositus", το οποίο σημαίνει "σε αντίθεση" και έχει ρίζες στη λέξη "opponere" που σημαίνει "να αντιτίθεται".
Συνώνυμα: - contrario - adverso
Αντώνυμα: - igual - semejante
Με αυτές τις πληροφορίες, μπορείτε να κατανοήσετε την έννοια και τη χρήση της λέξης "opuesto" στο Ισπανικά.