Το "opulento" είναι επίθετο.
/opiˈlento/
Η λέξη "opulento" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε κάτι πλούσιο ή πολυτελές, συχνά συνδεδεμένο με πλούσια διακόσμηση ή τρόπο ζωής. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε κοινωνικές καταστάσεις ή οικονομικές συνθήκες.
El palacio es opulento y tiene muchos jardines hermosos.
(Το παλάτι είναι πλούσιο και έχει πολλούς όμορφους κήπους.)
La fiesta fue opulenta, con una cena de varios platos.
(Η γιορτή ήταν πολυτελής, με δείπνο με πολλά πιάτα.)
Viven en una casa opulenta llena de antigüedades.
(Ζουν σε ένα πλούσιο σπίτι γεμάτο αντίκες.)
Η λέξη "opulento" δεν έχει τόσες πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συνδυασμούς που εκφράζουν πλούτο και πολυτέλεια:
Un estilo de vida opulento.
(Ένας πλούσιος τρόπος ζωής.)
Decoración opulenta.
(Πλούσια διακόσμηση.)
Banquete opulento.
(Πλούσια τράπεζα.)
Riqueza opulenta.
(Πλούτος που αποπνέει αφθονία.)
Vivienda opulenta.
(Πλούσια κατοικία.)
Η λέξη "opulento" προέρχεται από τη λατινική λέξη "opulentus", η οποία σημαίνει "πλούσιος" ή "ευάριστος".
Συνώνυμα: - lujoso (πολυτελής) - rico (πλούσιος) - fastuoso (θαυμαστός)
Αντώνυμα: - pobre (φτωχός) - humilde (ταπεινός) - sencillo (απλός)