Oquedad είναι ουσιαστικό.
/okeðad/
Η λέξη oquedad αναφέρεται σε μια κατάσταση ή σε ένα αντικείμενο που είναι άδειο, κενό ή που έχει ένα κενό χώρο στο εσωτερικό του. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυσικές κενότητες, όπως για παράδειγμα, ένα κενό σπήλαιο ή μια οπή σε έναν τοίχο, καθώς και σε μεταφορικές εκφράσεις που υποδηλώνουν συναισθηματικά ή πνευματικά κενά.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη προτίμηση σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
La oquedad en el suelo hizo que fuera peligroso caminar.
(Η κενότητα στο έδαφος έκανε επικίνδυνο το περπάτημα.)
Existe una oquedad en este árbol que alberga muchos insectos.
(Υπάρχει μια οπή σε αυτό το δέντρο που φιλοξενεί πολλούς θρίους.)
La oquedad de su corazón le impedía disfrutar de la vida.
(Η κενότητα της καρδιάς του δεν του επέτρεπε να απολαύσει τη ζωή.)
Η λέξη oquedad χρησιμοποιείται σε σχετικά λίγες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές παραδείγματα που αξίζει να αναφερθούν:
Sentir una oquedad en el alma
(Νιώθω μια κενότητα στην ψυχή)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αισθάνεται απουσία ή κενό συναισθηματικά.
Llenar la oquedad
(Να γεμίσω το κενό)
Αναφέρεται στη διαδικασία του να προσπαθήσουμε να καλύψουμε ή να καταπολεμήσουμε ένα κενό ή μια έλλειψη στη ζωή μας.
No dejar oquedades
(Να μην αφήνουμε κενά)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι πρέπει να κάνουμε τα πάντα πλήρη και ολοκληρωμένα, χωρίς να αφήνουμε κενά ή ανεκπλήρωτα στοιχεία.
Η λέξη oquedad προέρχεται από το ισπανικό ρήμα ocupar που σημαίνει "να καταλαμβάνει" και έχει ρίζες στη λατινική λέξη occasio, που σημαίνει "ευκαιρία, πτώση, ή κατάληψη".
Συνώνυμα: - Vacío - Hueco - Cavidad
Αντώνυμα: - Plenitud - Contenido - Surtido