Η λέξη "orador" είναι ουσιαστικό αρσενικού φύλου.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "orador" στα διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /oɾaˈðoɾ/
Η λέξη "orador" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "ομιλητής", "ρήτορας" ή "ιδρυτής".
Στα ισπανικά, "orador" αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει δημόσια, συνήθως με σκοπό να πείσει ή να ενθουσιάσει το κοινό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά και προφορικά πλαίσια, ωστόσο είναι πιο συχνό σε επίσημες ή δημόσιες καταστάσεις.
Παραδείγματα προτάσεων: 1. El orador cautivó a la audiencia con su discurso. - Ο ομιλητής ενθουσίασε το κοινό με την ομιλία του.
Πολλοί φοιτητές επιθυμούν να γίνουν ομιλητές.
El orador utilizó técnicas retóricas para impactar su mensaje.
Η λέξη "orador" μπορεί να εμφανίζεται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Να είσαι καλός ομιλητής είναι μια τέχνη.
"El orador del evento dejó una impresión duradera."
Ο ομιλητής της εκδήλωσης άφησε μια διαρκή εντύπωση.
"No todos son oradores naturales; muchos necesitan practicar."
Δεν είναι όλοι φυσικοί ομιλητές; Πολλοί χρειάζονται να εξασκηθούν.
"El orador del panel logró captar la atención de todos."
Ο ομιλητής του πάνελ κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή όλων.
"Un gran orador sabe cómo conectar con su audiencia."
Η λέξη "orador" προέρχεται από το λατινικό "orator", που σημαίνει 'ομιλητής' ή 'ρήτορας', και είναι συνδεδεμένο με το ρήμα "orare", το οποίο σημαίνει 'να μιλάει' ή 'να προσεύχεται'.
Συνώνυμα: - Rhetor (ρήτορας) - Discurso (ομιλητής) - Presentador (παρουσιαστής)
Αντώνυμα: - Silencio (σιγή) - Callado (σιωπηλός)