Η λέξη "oral" είναι ένα επίθετο.
/ˈo.ɾal/
Η λέξη "oral" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με το στόμα ή την προφορική έκφραση. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα για να υποδηλώσει διαδικασίες, θεραπευτικές αγωγές ή εξετάσεις που γίνονται μέσω του στόματος. Επίσης, η λέξη χρησιμοποιείται σε νομικά και γλωσσολογικά κείμενα για να αναφέρεται σε προφορικές καταθέσεις ή εκφράσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές αναφορές σχετικά με τις προφορικές διαδικασίες.
Η προφορική εξέταση θα διεξαχθεί την επόμενη εβδομάδα.
El médico le recomendó un tratamiento oral para su condición.
Ο γιατρός του συνέστησε μια στοματική θεραπεία για την κατάστασή του.
La presentación será oral y debería durar aproximadamente diez minutos.
Η λέξη "oral" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον τομέα της επικοινωνίας και της νομικής διαδικασίας.
Η προφορική εξέταση είναι κρίσιμη για την αξιολόγηση του επιπέδου κατανόησης του θέματος.
Testimonio oral - Προφορική κατάθεση.
Η προφορική του κατάθεση ήταν καθοριστική στη δίκη.
Comunicación oral - Προφορική επικοινωνία.
Η προφορική επικοινωνία είναι απαραίτητη στην εκπαίδευση.
Acuerdo oral - Προφορική συμφωνία.
Η λέξη "oral" προέρχεται από το λατινικό "oralis", το οποίο σχετίζεται με το "os, oris", που σημαίνει "στόμα".
Συνώνυμα: - Bucal (στοματικός) - Verbal (προφορικός)
Αντώνυμα: - Escrito (γραπτός) - Silencioso (σιωπηλός)