oral - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

oral (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "oral" είναι ένα επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈo.ɾal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "oral" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με το στόμα ή την προφορική έκφραση. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα για να υποδηλώσει διαδικασίες, θεραπευτικές αγωγές ή εξετάσεις που γίνονται μέσω του στόματος. Επίσης, η λέξη χρησιμοποιείται σε νομικά και γλωσσολογικά κείμενα για να αναφέρεται σε προφορικές καταθέσεις ή εκφράσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές αναφορές σχετικά με τις προφορικές διαδικασίες.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. La examen oral se realizará la próxima semana.
  2. Η προφορική εξέταση θα διεξαχθεί την επόμενη εβδομάδα.

  3. El médico le recomendó un tratamiento oral para su condición.

  4. Ο γιατρός του συνέστησε μια στοματική θεραπεία για την κατάστασή του.

  5. La presentación será oral y debería durar aproximadamente diez minutos.

  6. Η παρουσίαση θα είναι προφορική και θα πρέπει να διαρκέσει περίπου δέκα λεπτά.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "oral" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον τομέα της επικοινωνίας και της νομικής διαδικασίας.

  1. Examen oral - Αξιολόγηση μέσω προφορικής εξέτασης.
  2. El examen oral es crucial para evaluar el nivel de comprensión del tema.
  3. Η προφορική εξέταση είναι κρίσιμη για την αξιολόγηση του επιπέδου κατανόησης του θέματος.

  4. Testimonio oral - Προφορική κατάθεση.

  5. Su testimonio oral fue clave en el juicio.
  6. Η προφορική του κατάθεση ήταν καθοριστική στη δίκη.

  7. Comunicación oral - Προφορική επικοινωνία.

  8. La comunicación oral es esencial en la enseñanza.
  9. Η προφορική επικοινωνία είναι απαραίτητη στην εκπαίδευση.

  10. Acuerdo oral - Προφορική συμφωνία.

  11. Aunque hicieron un acuerdo oral, no tenía validez legal.
  12. Αν και έκαναν μια προφορική συμφωνία, δεν είχε νομική ισχύ.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "oral" προέρχεται από το λατινικό "oralis", το οποίο σχετίζεται με το "os, oris", που σημαίνει "στόμα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Bucal (στοματικός) - Verbal (προφορικός)

Αντώνυμα: - Escrito (γραπτός) - Silencioso (σιωπηλός)



23-07-2024