"Orca" είναι ουσιαστικό.
/iˈɔr.kə/
Η "ορκα" είναι ένα θαλάσσιο θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των δελφινιών. Είναι γνωστή για την εξυπνάδα της, την κοινωνική δομή της και τη χαρακτηριστική εμφάνισή της, με το μαύρο και άσπρο χρώμα της. Στα Ισπανικά, η λέξη "orca" χρησιμοποιείται ευρέως σε θαλάσσιες και ζωολογικές συζητήσεις και στην παραστατική τέχνη που αφορά τη ζωή των ωκεανών.
Η χρήση της λέξης "orca" είναι συχνή, κυρίως σε γραπτά κείμενα που αναφέρονται σε ζωολογικές μελέτες, περιβαλλοντικά θέματα και φυσικά ντοκιμαντέρ, ωστόσο μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Οι όρκες είναι γνωστές για την εξυπνάδα τους.
Durante el avistamiento de ballenas, vimos una orca.
Κατά τη διάρκεια της παρατήρησης φάλαινας, είδαμε μια όρκα.
Las orcas viven en grupos familiares muy cohesivos.
Η λέξη "orca" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικές προτάσεις ή αναφορές:
Να κολυμπάς σαν μια όρκα. (Υποδηλώνει ικανότητα ή άνεση στο νερό).
La orca en nuestra vida marina.
Η όρκα στη θαλάσσια ζωή μας. (Αναφορά σε προστασία του θαλάσσιου οικοσυστήματος).
Esa película me hizo sentir como una orca, libre y poderosa.
Η λέξη "orca" προέρχεται από τα Λατινικά "Orca", που αναφέρεται σε μεγάλες φάλαινες και πιθανόν από το αρχαίο ελληνικό "ὄρκος", που σημαίνει "θησαυρός", "δωρεά", ίσως λόγω του εντυπωσιακού μεγέθους αυτών των ζώων.
Συνώνυμα: - Κατακτητής της θάλασσας (ως περιγραφικό).
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, καθώς η λέξη αναφέρεται σε συγκεκριμένο θαλάσσιο θηλαστικό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αντίθεση με άλλες θαλάσσιες ζωές ή ζώα όπως οι φάλαινες ή τα δελφίνια, αλλά δεν είναι τυπικά "αντώνυμα".