orden - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

orden (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "orden" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή της λέξης "orden" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /ˈoɾ.ðen/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "orden" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - παραγγελία - τάξη - εντολή

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "orden" έχει πολλές σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο.
- Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται σε "παραγγελία" ή "τάξη", όπως σε μια οργανωτική δομή. - Στο νομικό πλαίσιο, μπορεί να σημαίνει "εντολή" ή "διαταγή" όπως μια δικαστική απόφαση. - Στη βιολογία και την επιστήμη, μπορεί να αναφέρεται σε κατηγορίες ταξινόμησης.

Η σχετική συχνότητα χρήσης ποικίλει, αλλά γενικά χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα

  1. En una reunión, se debe mantener el orden.
    (Σε μια συνάντηση, πρέπει να τηρείται η τάξη.)

  2. Ella hizo un orden de comida para la fiesta.
    (Αυτή έκανε μια παραγγελία φαγητού για το πάρτι.)

  3. El capitán dio una orden a sus soldados.
    (Ο καπετάνιος έδωσε μια εντολή στους στρατιώτες του.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "orden" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.

  1. Poner las cosas en orden.
    (Να βάλεις τα πράγματα σε τάξη.)

  2. No hay orden sin caos.
    (Δεν υπάρχει τάξη χωρίς χάος.)

  3. A todo orden hay un orden.
    (Όλα έχουν μια τάξη.)

  4. Hacer algo por orden.
    (Να κάνεις κάτι με σειρά.)

  5. Dar una orden.
    (Να δώσεις μια εντολή.)

  6. Estar en orden.
    (Να είσαι σε τάξη ή σε καλή κατάσταση.)

  7. Desorden total.
    (Ολική αναστάτωση ή απόλυτος χαμός.)

  8. Ordenar los documentos.
    (Να ταξινομήσεις τα έγγραφα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "orden" προέρχεται από το λατινικό "ordo, ordinis", που σημαίνει "σειρά" ή "τάξη".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024