Η λέξη "ordenamiento" είναι ουσιαστικό.
/oɾðenaˈmiento/
Η λέξη "ordenamiento" αναφέρεται στην πράξη της οργάνωσης ή τακτοποίησης ενός συνόλου στοιχείων, συχνά με στόχο να επιτευχθεί μια συγκεκριμένη σειρά ή δομή. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων, όπως στη διαχείριση, την οικονομία και το δίκαιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε τεχνικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, καθώς και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε επαγγελματικά ή θεσμικά περιβάλλοντα.
Η χωρική οργάνωση είναι θεμελιώδης για μια βιώσιμη ανάπτυξη.
El ordenamiento de la información facilita la toma de decisiones.
Η τακτοποίηση των πληροφοριών διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων.
El ordenamiento jurídico asegura el respeto de los derechos.
Η λέξη "ordenamiento" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράζει την έννοια της οργάνωσης ή της ρύθμισης. Ακολουθούν παραδείγματα:
Η διοικητική οργάνωση είναι το κλειδί για μια καλή διακυβέρνηση.
El ordenamiento del mercado financiero ayuda a prevenir crisis.
Η ρύθμιση της χρηματοοικονομικής αγοράς βοηθά στην πρόληψη κρίσεων.
Un buen ordenamiento familiar promueve la armonía en el hogar.
Μια καλή οικογενειακή οργάνωση προάγει την αρμονία στο σπίτι.
El ordenamiento social es necesario para la cohesión comunitaria.
Η λέξη "ordenamiento" προέρχεται από το ρήμα "ordenar," που σημαίνει "να τακτοποιώ" ή "να οργανώνω," και έχει ρίζα από το λατινικό "ordinare," το οποίο σημαίνει "να ρυθμίζω" ή "να θέτω σε σειρά."
Συνώνυμα: - ρύθμιση - διαρρύθμιση - οργάνωση
Αντώνυμα: - αποδιοργάνωση - αταξία - αναρχία