Ο όρος "ordenanza" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ordeˈnanθa/
Στα ισπανικά, "ordenanza" αναφέρεται συνήθως σε έναν κανονιστικό ή διοικητικό κανόνα που εκδίδεται από μια αρχή ή αρχή, είτε είναι σε τοπικό είτε σε εθνικό επίπεδο. Η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα του δικαίου και της διοίκησης. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται επίσης σε κανονισμούς ή διατάξεις που πρέπει να τηρούνται για τη διασφάλιση της τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επίσημες ανακοινώσεις, νόμους ή δημοτικές ρυθμίσεις, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο δημοτικός κανονισμός απαγορεύει τη χρήση πυροτεχνημάτων στην πόλη.
La nueva ordenanza sobre el tráfico entrará en vigor el próximo mes.
Η λέξη "ordenanza" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Ο κανονισμός ασφαλείας καθορίζει κανόνες για την προστασία των πολιτών.
Ordenanza del ruido - κανονισμός θορύβου
Σύμφωνα με τον κανονισμό θορύβου, δεν επιτρέπεται να κάνεις θόρυβο μετά τις 10 το βράδυ.
Ordenanza de convivencia - κανονισμός συμβίωσης
Ο κανονισμός συμβίωση προάγει τον σεβασμό μεταξύ των γειτόνων.
Ordenanza sanitaria - υγειονομικός κανονισμός
Η λέξη "ordenanza" προέρχεται από το λατινικό "ordinantia," που σημαίνει "διάταξη" ή "κανονισμός," από το ρήμα "ordinare," που σημαίνει "να διατάσσω" ή "να οργανώνω."
Συνώνυμα: - Reglamento (κανονισμός) - Disposición (διάταξη)
Αντώνυμα: - Desorden (αναρχία) - Caos (χάος)