Το "ordenar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /oɾ.ðeˈnaɾ/
Η λέξη "ordenar" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να δηλώσει τη διαδικασία της τακτοποίησης, οργάνωσης ή διατάξεως αντικειμένων ή συμπεριφορών. Χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε καθημερινές συζητήσεις και σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Es importante ordenar la casa antes de recibir visitas.
Είναι σημαντικό να τακτοποιήσουμε το σπίτι πριν υποδεχτούμε επισκέπτες.
Necesito ordenar mis ideas para poder escribir el informe.
Πρέπει να οργανώσω τις σκέψεις μου για να μπορέσω να γράψω την αναφορά.
Η λέξη "ordenar" ενδέχεται να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Ordenar las cuentas
Τακτοποιώ τους λογαριασμούς.
(Αυτό μπορεί να αναφέρεται στο να φέρουμε σε τάξη οικονομικά θέματα.)
Ordenar las prioridades
Τακτοποιώ τις προτεραιότητες.
(Αναφέρεται στην οργάνωση των πιο σημαντικών καθήκοντων.)
Ordenar ideas
Να οργανώσω τις ιδέες.
(Αυτό χρησιμοποιείται συχνά σε δημιουργική ή επαγγελματική διαδικασία.)
Dar orden a algo
Να δώσουμε τάξη σε κάτι.
(Αυτό μπορεί να αναφέρεται στην οργάνωση μιας κατάστασης ή ενός νομιμοποιητικού εγγράφου.)
Η λέξη "ordenar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ordinare", που σημαίνει "να βάλω σε σειρά".