ordinario - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ordinario (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "ordinario" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /oɾdiˈnaɾjo/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "ordinario" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - κανονικός - συνηθισμένος - τακτικός

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "ordinario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι συνηθισμένο, κανονικό ή κοινό. Σε νομικά και ιστορικά συμφραζόμενα, μπορεί να αναφέρεται σε διαδικασίες ή καταστάσεις που δεν είναι εξαιρετικές ή ειδικές. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, αλλά γενικά είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, λόγω της καθημερινής εφαρμογής της.

Παραδείγματικές Προτάσεις

  1. La reunión fue ordinaria y no hubo sorpresas.
  2. Η συνεδρίαση ήταν κανονική και δεν υπήρχαν εκπλήξεις.

  3. Este caso es ordinario y no requiere atención especial.

  4. Αυτή η υπόθεση είναι συνηθισμένη και δεν απαιτεί ειδική προσοχή.

  5. Los procedimientos ordinarios pueden tomar tiempo.

  6. Οι κανονικές διαδικασίες μπορεί να πάρουν χρόνο.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "ordinario" χρησιμοποιείται συχνά σε επαναλαμβανόμενες εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν κάποιες από αυτές:

  1. Hombre ordinario: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν κοινό άνθρωπο, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
  2. Él es un hombre ordinario con sueños especiales.
  3. Αυτός είναι ένας κανονικός άνθρωπος με ειδικά όνειρα.

  4. Vida ordinaria: Αναφέρεται σε μια καθημερινή ζωή, χωρίς εξαιρετικά γεγονότα.

  5. Vivo una vida ordinaria, pero feliz.
  6. Ζω μια συνηθισμένη ζωή, αλλά ευτυχισμένη.

  7. Concepto ordinario de justicia: Υποδεικνύει την κανονική αντίληψη για τη δικαιοσύνη.

  8. El concepto ordinario de justicia puede variar entre culturas.
  9. Η κανονική αντίληψη για τη δικαιοσύνη μπορεί να διαφέρει μεταξύ των πολιτισμών.

Ετυμολογία

Η λέξη "ordinario" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ordinarius", η οποία σημαίνει «κανονικός» ή «τακτικός», σχηματισμένη από τη ρίζα "ordo", που σημαίνει «τάξη» ή «σειρά».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - común (κοινός) - habitual (συνηθισμένος) - normal (κανονικός)

Αντώνυμα: - extraordinario (εξαιρετικός) - inusual (ασυνήθιστος) - raro (σπάνιος)



22-07-2024