Το "oreja" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή του "oreja" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /oˈɾexa/.
Η μετάφραση της λέξης "oreja" στα Ελληνικά είναι "αυτί".
Η λέξη "oreja" αναφέρεται στο εξωτερικό τμήμα του αυτιού, το σημείο που είναι ορατό έξω από το κεφάλι. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και καθημερινά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς αναφέρεται σε ένα από τα κύρια αισθητήρια όργανα του ανθρώπου. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα για την ιατρική ή την ανατομία.
La oreja es una parte importante del cuerpo.
(Το αυτί είναι ένα σημαντικό μέρος του σώματος.)
Tengo dolor en la oreja.
(Έχω πόνο στο αυτί.)
Ella tiene orejas grandes y bonitas.
(Αυτή έχει μεγάλα και όμορφα αυτιά.)
Στα Ισπανικά, υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιέχουν τη λέξη "oreja". Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην ανάγκη να είμαστε προσεκτικοί και να ακούμε τις καλές συμβουλές.
Poner la oreja.
(Να βάλω το αυτί.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ακούει προσεκτικά ή κρυφά.
Tener orejas de burro.
(Να έχεις αυτιά γαϊδάρου.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που δεν καταλαβαίνει κάτι ή είναι αδαής.
Oreja que escucha, jamás olvida.
(Το αυτί που ακούει, ποτέ δεν ξεχνά.)
Αυτή η φράση τονίζει τη σημασία της προσοχής και της μνήμης.
No le des más oreja a eso.
(Μη δίνεις περισσότερο αυτί σε αυτό.)
Η λέξη "oreja" προέρχεται από τη λατινική λέξη "auricula", που σημαίνει "μικρό αυτί".
Συνώνυμα:
- "oído" (όταν αναφέρεται στον ακουστικό μηχανισμό στο σύνολό του).
Αντώνυμα:
- Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη λέξη "oreja", δεδομένου ότι αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματος.