Η λέξη "orgullo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /oɾˈɣu.ʝo/
Η λέξη "orgullo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - υπερηφάνεια - περηφάνια
Η λέξη "orgullo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση της υπερηφάνειας ή της περηφάνιας ενός ατόμου, που προκύπτει από τις επιτυχίες, τις ικανότητες ή την ταυτότητά του. Η χρήση της είναι συχνή στον προφορικό λόγο, και μπορεί να παρατηρηθεί και σε γραπτές μορφές, όπως λογοτεχνία και άρθρα. Η λέξη αυτή έχει θετική απόχρωση, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με αρνητική έννοια, αναφερόμενη σε εγωισμό.
Η υπερηφάνειά μου για τα παιδιά μου είναι απέραντη.
Sentí un gran orgullo al recibir el premio.
Η λέξη "orgullo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις της ισπανικής γλώσσας:
(Αυτή η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος προβαίνει σε μια ενέργεια όχι για άλλο λόγο αλλά για την τιμή ή την αξιοπρέπειά του.)
Tener orgullo de algo.
(Χρησιμοποιείται για να δείξει την περηφάνια κάποιου για επιτυχίες ή ιδιότητες που κατέχει.)
Poner el orgullo por encima de la razón.
(Καταδεικνύει την τάση να ενεργείς με βάση την περηφάνια αντί να σκέφτεσαι λογικά.)
Orgullo nacional.
Η λέξη "orgullo" προέρχεται από το Λατινικό "orgĭlium", το οποίο σχετίζεται με την έννοια της ανύψωσης ή του να είναι πιο ανώτερος.
Συνώνυμα: - Satisfacción (ικανοποίηση) - Arrogancia (αλαζονεία)
Αντώνυμα: - Humildad (ταπεινότητα) - Vergüenza (ντροπή)