Το "origen" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στο ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "origen" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /oɾiˈxen/.
Η λέξη "origen" αναφέρεται στην πηγή ή την αρχή από την οποία κάτι προέρχεται. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως η ιστορία, η γεωγραφία, η βιολογία, και η οικονομία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και ενδέχεται να εμφανίζεται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αν και οι συζητήσεις γύρω από τα σύγχρονα ζητήματα συχνά προσιδιάζουν και στη φυσική ομιλία.
El origen de la vida sigue siendo un misterio.
(Η προέλευση της ζωής παραμένει μυστηριώδης.)
Es importante conocer el origen de nuestros antepasados.
(Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την προέλευση των προγόνων μας.)
El origen de este problema es bastante complejo.
(Η προέλευση αυτού του προβλήματος είναι αρκετά περίπλοκη.)
Η λέξη "origen" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και λέξεις-κλειδιά στα ισπανικά. Ακολουθούν 2-3 τέτοιες εκφράσεις:
Él vino de origen humilde, pero trabajó duro para tener éxito.
(Ήρθε από ταπεινή προέλευση, αλλά εργάστηκε σκληρά για να πετύχει.)
Orígenes lejanos
(Μακρινές προελεύσεις)
Η λέξη "origen" προέρχεται από το λατινικό "orīginem", το οποίο σημαίνει "γεννημένος" ή "πηγή". Είναι συνδεδεμένη με τη ρίζα "or" που αναφέρεται στη γέννηση ή δημιουργία.
Συνώνυμα:
- procedencia (προέλευση)
- raíz (ρίζα)
- fuente (πηγή)
Αντώνυμα:
- destino ( πεπρωμένο)
- final (τέλος)
- conclusión (σύμπερασμα)